υπεροξείδια

υπεροξείδια
Ειδικός τύπος οξείδιου, στο οποίο δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα ζεύγος ατόμων οξυγόνου ενωμένων μεταξύ τους. Είναι γνωστά οργανικά και ανόργανα υ., τα οποία παράγονται και με τα μεταλλοειδή στοιχεία. Το οξυγονούχο νερό (Η-Ο-Ο-Η) θεωρείται το πρότυπο της τάξης αυτής των ενώσεων. Από τα οργανικά υ., σημαντικότερο είναι το υ. του βενζοϋλίου (C6H5CO)2O, που χρησιμοποιείται ως καταλύτης για τους πολυεστέρες. Τα οργανικά και τα ανόργανα υ. ελευθερώνουν εύκολα οξυγόνο και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ως οξειδωτικά: εφαρμόζονται επίσης ως λευκαντικό των υφαντικών ινών και των ελαίων, ως παρασιτοκτόνα και ως καταλύτες σε πολλές αξιοσημείωτες συνθέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • τάγγισμα λιπών — Αλλοίωση στη σύνθεση των λιπών. Παρατηρείται κατά την αποθήκευσή τους. Τα ταγγισμένα λίπη είναι ακατάλληλα για φαγητό επειδή αναδίδουν άσχημη μυρωδιά και έχουν ιδιαίτερα δυσάρεστη γεύση. Το τ.λ. οφείλεται στην εμφάνιση μερικών πτητικών αλδεΰδων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”