- υπεροξείδια
- Ειδικός τύπος οξείδιου, στο οποίο δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα ζεύγος ατόμων οξυγόνου ενωμένων μεταξύ τους. Είναι γνωστά οργανικά και ανόργανα υ., τα οποία παράγονται και με τα μεταλλοειδή στοιχεία. Το οξυγονούχο νερό (Η-Ο-Ο-Η) θεωρείται το πρότυπο της τάξης αυτής των ενώσεων. Από τα οργανικά υ., σημαντικότερο είναι το υ. του βενζοϋλίου (C6H5CO)2O, που χρησιμοποιείται ως καταλύτης για τους πολυεστέρες. Τα οργανικά και τα ανόργανα υ. ελευθερώνουν εύκολα οξυγόνο και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ως οξειδωτικά: εφαρμόζονται επίσης ως λευκαντικό των υφαντικών ινών και των ελαίων, ως παρασιτοκτόνα και ως καταλύτες σε πολλές αξιοσημείωτες συνθέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.